εντατικός

εντατικός
η , ό[ν]
1) напряжённый, интенсивный;

εντατική εργασία — напряжённая работа;

εντατικός αγώνας — напряжённая борьба;

εντατικό φως — интенсивный свет;

εντατική αγροτική καλλιέργεια — интенсивное сельское хозяйство;

2) служащий для натяжёния;

εντατικός κοχλίας . — колок;

3) возбуждающий;

εντατικό φάρμακο — возбуждающее средство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντατικός" в других словарях:

  • ἐντατικός — stimulating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντατικός — ή, ό (AM ἐντατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα») 2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για ένταση («εντατικός κοχλίας») μσν. (για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εντατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που γίνεται ή ενεργεί με ένταση (με έντονη δραστηριότητα): Εντατικό διάβασμα. 2. (για μηχανήματα), που χρησιμεύει για ένταση (τέντωμα). 3. ερεθιστικός, που προκαλεί σεξουαλική διέγερση, διεγερτικός: Εντατικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντατικά — ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc pl ἐντατικά̱ , ἐντατικός stimulating fem nom/voc/acc dual ἐντατικά̱ , ἐντατικός stimulating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικώτερον — ἐντατικός stimulating adverbial comp ἐντατικός stimulating masc acc comp sg ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικῶν — ἐντατικός stimulating fem gen pl ἐντατικός stimulating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικόν — ἐντατικός stimulating masc acc sg ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικαῖς — ἐντατικός stimulating fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικοῖς — ἐντατικός stimulating masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατική — ἐντατικός stimulating fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»